ἀναστήματος

ἀναστήματος
ἀνάστημα
height
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… …   Dictionary of Greek

  • λαγωνίκα — Χαρακτηρισμός που αποδίδεται από εκτροφείς σε σκύλους που προορίζονται για το κυνήγι ζώων. Οι περισσότεροι αντιπρόσωποι αυτής της ομάδας κυνηγούν με την όσφρηση, ενώ το θήραμά τους ποικίλλει, από μικρά ζώα έως αρκούδες και ελάφια. Υπάρχουν λ. που …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Τιτάν — (Αστρον.). Ένας από τους 9 δορυφόρους του Κρόνου και ο λαμπρότερος. Είναι ορατός με τηλεσκόπιο μικρής έντασης ως αστέρας 8,3 μεγέθους. Ανακαλύφθηκε το 1655 από τον Χούιγκενς. Σε σειρά απόστασης από τον κεντρικό πλανήτη έρχεται έκτος και απέχει… …   Dictionary of Greek

  • Τουαρέγκ — Νομαδικός πληθυσμός της Σαχάρας, που ζει κυρίως στο Μάλι και στον Νίγηρα. Ανθρωπολογικά είναι Βέρβεροι μιγάδες από μαύρους. Τα άτομα της φυλής αυτής είναι ψηλού αναστήματος, δολιχοκέφαλοι και έχουν σκουρόχρωμη επιδερμίδα. Οι παλαιότεροι πρόγονοί… …   Dictionary of Greek

  • αύξηση — Κάθε λογής μεγάλωμα, η οποιαδήποτε ανάπτυξη. Στη βιολογία, α. ονομάζεται η διαδικασία σύνθεσης, με την οποία οι διάφορες βασικές ουσίες που απορροφούνται από το έντερο (αζωτούχοι ουσίες, λίπη, υδατάνθρακες, άλατα και νερό) μετατρέπονται σε… …   Dictionary of Greek

  • βραχύσωμος — η, ο χαμηλού αναστήματος, κοντός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύ ς + σωμος < σώμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Πρωία] …   Dictionary of Greek

  • γιγαντισμός — Παθολογική κατάσταση, κατά την οποία ένα άτομο έχει ανάστημα πολύ ψηλότερο από το κανονικό, που συνοδεύεται και από ανάλογη αύξηση στα διάφορα όργανα του σώματος. Η αιτία της πάθησης βρίσκεται σε λειτουργική διαταραχή της υπόφυσης η οποία παράγει …   Dictionary of Greek

  • εφηβεία — Περίοδος της ζωής του ανθρώπου η οποία –ανάλογα με το άτομο– διαρκεί περίπου επτά χρόνια. Ξεκινά κατά την ηλικιακή περίοδο μεταξύ 11 και 14 ετών και αποτελεί μία από τις σημαντικότερες φάσεις της εξελικτικής ηλικίας. Χαρακτηρίζεται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”